φρακτή

φρακτή
και φραχτή, η, Ν
ναυτ. διάφραγμα τών εσωτερικών χώρων τών πολεμικών και εμπορικών πλοίων τοποθετημένο σε μόνιμη θέση κατά τη ναυπήγησή του, το οποίο διαμορφώνει τα διάφορα διαμερίσματα τού σκάφους, κν. μπουλμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού ρηματ. επιθ. φρακτός < φράζω* (ΙΙ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… …   Dictionary of Greek

  • παραφράκτης — ο παράφραγμα, κν. φρακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραφράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πλοκός — ο, Ν 1. είδος πλεχτού φράκτη κήπων, χωραφιών, αμπελιών κ.ά. χώρων 2. πλεχτός φράκτης ιχθυοτροφείων και αστακοτροφείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλόκος (< πλέκω), με καταβιβασμό τού τόνου (πρβλ. κρόκος: κροκός)] …   Dictionary of Greek

  • προσσταυρώ — όω, Α κατασκευάζω σταύρωμα, φράκτη από πασσάλους κατά μήκος ή μπροστά από έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σταυρῶ (< σταυρός)] …   Dictionary of Greek

  • φρακτός — ή, ό / φρακτός, ή, όν, ΝΜΑ, και φραχτός Ν, και κατά τον Ησύχ. φαρκτός Α νεοελλ. 1. κλεισμένος με φράγμα, περιφραγμένος 2. αυτός που μπορεί να περιφραχθεί 3. το θηλ. ως ουσ. βλ. φρακτή 4. το ουδ. ως ουσ. το φρακτό περιφραγμένο κτήμα μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • φραχτή — η, Ν ναυτ. βλ. φρακτή …   Dictionary of Greek

  • μακλούρα — (Maclura pomifera). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Τέξας και των νοτιοδυτικών ακτών της Βόρειας Αμερικής. Φτάνει σε ύψος τα 20 μ., ενώ ο κορμός του είναι κοντός και φέρει ακανθωτά κλαδιά, από τα οποία,… …   Dictionary of Greek

  • πυράκανθο — (κράταιγος ή κοτονέαστρος ο πυράκανθος). Αειθαλής θάμνος της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στη βόρεια Ελλάδα έως τον Όλυμπο. Είναι πυκνοκλαδής, ύψους 2 3 μ., με αραιά αγκάθια. Έχει φύλλα λεία, δερματώδη, στίλβοντα άνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”